Η αυτοφροντίδα των θεραπευτών: Γιατί είναι σημαντική?
Η αυτοφροντίδα των θεραπευτών: Γιατί είναι σημαντική?
Μέρος Α
Πρώτον, οι θεραπευτές χρειάζεται να κοιμόμαστε αρκετά. Προφανώς η χειρότερη νοητική κατάσταση στην οποία μπορούμε να βρεθούμε όταν ακούμε έναν θεραπευόμενο, είναι η αίσθηση ότι κυριευόμαστε από υπνηλία. Το να παρακολουθείς τα λεπτά να κυλούν με πολύ αργό ρυθμό, ενώ προσπαθείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά, είναι σκέτο μαρτύριο. Μερικοί θεραπευόμενοι, συνήθως εκείνοι με ναρκισσιστική παθολογία ή διασχιστικές άμυνες. Προκαλούν μια υπναγωγική αντίδραση που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί, ακόμη και όταν δεν είμαστε σωματικά εξαντλημένοι, λόγω της κούρασης που δημιουργείται από την προβλητική ταύτιση και την απορρόφηση των αρνητικών συναισθημάτων του θεραπευόμενου.
Η αυτοφροντίδα των θεραπευτών
Η λειτουργία της σκέψης επιβραδύνεται από τη στέρηση του ύπνου. Με αυτόν τον τρόπο, προκαλείται στον θεραπευτή το οδυνηρό αίσθημα πως δεν έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Από την άλλη μεριά, οι θεραπευόμενοι δικαιολογημένα τραυματίζονται όταν αντιληφθούν ότι προκαλούν υπνηλία στον θεραπευτή τους.
Μέρος Β
Είναι σημαντικό να μην εργαζόμαστε υπερβολικά πολλές ώρες και να διατηρούμε ορισμένα διαστήματα ελεύθερου χρόνου απαραβίαστα. Τα άτομα τα οποία εκτιμούν ιδιαίτερα την ελευθερία τους τα σαββατοκύριακα και τα βράδια, δεν πρέπει να παραβιάζουν αυτές τις ώρες με ρυθμίσεις που διευκολύνουν τους θεραπευόμενους· θα διαπιστώσουν πως νιώθουν μεγαλύτερη δυσφορία από όσο θα έπρεπε για τον εαυτό τους και τους θεραπευόμενους που προσπαθούν να εξυπηρετήσουν.
Η αυτοφροντίδα των θεραπευτών
Είναι κρίσιμης σημασίας για την ποιότητα της ζωής μας να υπάρχει αρκετός χρόνος για διακοπές, όπως και η δυνατότητα να ξεφεύγουμε για λίγες μέρες ή εβδομάδες από την κούραση που προκαλεί η διαρκής συναισθηματική εναρμόνιση με τους θεραπευόμενους. Στην εποχή της κινητής τηλεφωνίας μπορεί να είναι δελεαστικό να παραμείνουμε στη διάθεση του θεραπευόμενου και κατά τη διάρκεια των διακοπών, όμως για τα περισσότερα άτομα οι διακοπές δεν προσφέρουν ξεκούραση, εάν δεν είναι ένα πραγματικό διάλειμμα από τη δουλειά.
Μέρος Γ
Η αυτοφροντίδα των θεραπευτών
Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι, είχα αρκετές θεραπευόμενες οι οποίες αντιδρούσαν με δραματικό τρόπο στους αποχωρισμούς και προσπαθούσα να είμαι συνεχώς διαθέσιμη προκειμένου να μην τους προκαλέσω πόνο. Σύντομα όμως κατάλαβα ότι η θεραπεία για το έντονο άγχος του απoχωρισμού δεν είναι η αποφυγή του, αλλά ο αποχωρισμός τον οποίο διαδέχεται μια βέβαιη επιστροφή, έτσι ώστε η εγκατάλειψη να αρχίσει να συνδέεται με την τελική επανένωση. Ο αποχωρισμός, όπως βιώνεται μέσα από τα διαλείμματα στη θεραπεία, χρειάζεται να αναλύεται διεξοδικά, να συζητιέται και να βιώνεται και όχι να αποφεύγεται. Και όπως υποστήριξα στα κεφάλαια για τα όρια, είναι καλύτερο για τους θεραπευόμενους να θυμώσουν με τα όρια της θεραπεύτριας παρά να αισθανθούν ενοχές που την απασχολούν εκτός ωραρίου.
{Αποσπάσματα από το βιβλίο της Nancy McWilliams: Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία}
Για να είμαστε αποτελεσματικοί θεραπευτές χρειάζεται να αναπτύξουμε πολλές δεξιότητες, άλλες θεμελιώδεις και κοινές για όλους ανεξάρτητα από το θεωρητικό μας μοντέλο, και άλλες πιο εξειδικευμένες ανάλογα με τον πληθυσμό (παιδιά, οικογένειες, ζευγάρια, ηλικιωμένοι, ψυχιατρικοί ασθενείς, ενδονοσοκομειακοί ασθενείς, πρόσφυγες κλπ), το είδος των προβλημάτων με τα οποία θα ασχοληθούμε (αυτισμός, πένθος, τραύμα, υγεία κλπ) και τη θεωρητική προσέγγιση που μας ταιριάζει. Σήμερα θα ασχοληθούμε με τις γενικές κλινικές δεξιότητες και γνώσεις οι οποίες αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία χτίζουμε την εξειδίκευσή μας. Read More “Οι θεμελιώδεις κλινικές δεξιότητες και γνώσεις”
Το πένθος σαν έννοια μας τρομάζει. Δεν μας αρέσει καθόλου να έρχεται στο προσκήνιο της συζήτησής μας, πόσο μάλλον αν πρόκειται για ένα παιδί που πενθεί.
Όμως, η γνώση είναι δύναμη και σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο αν ξέρουμε πώς να τις διαχειριστούμε μπορούμε να βοηθήσουμε το παιδί να βγει πιο δυνατό μέσα από το πένθος που βιώνει.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η απώλεια είναι κομμάτι της ζωής μας. Είναι χρέος μας να είμαστε όλοι εκπαιδευμένοι και έτοιμοι να βοηθήσουμε ένα παιδί που βιώνει μια τέτοια κρίση στην ζωή του. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να το κατευθύνουμε και να το στηρίξουμε αλλάζοντας ριζικά την εξέλιξή του και αποφεύγοντας τις αρνητικές συνέπειες που έχει ένα ανεπεξέργαστο πένθος στο παιδί, όπως εφιάλτες, σωματικά συμπτώματα, άγχος, κατάθλιψη κλπ. Για αυτόν τον λόγο θα δούμε τρεις βασικές ερωτήσεις με απαντήσεις που έχουν σκοπό να μας βοηθήσουν να διαχειριστούμε καλύτερα κάποιες δύσκολες καταστάσεις. Οι απαντήσεις είναι μέσα από το ομώνυμο βιβλίο “Το πένθος στα παιδιά” από τiς εκδόσεις ΙΨΥ.
1.Τι χρειάζεται να κάνει ένα παιδί για να επεξεργαστεί το πένθος του όταν πεθάνει ένας γονιός;
Σύμφωνα με τον Worden το παιδί έχει 4 καθήκοντα που θα το βοηθήσουν με το πένθος του. Με βάση τις μαρτυρίες των παιδιών που έχασαν έναν γονιό, ο Worden (1996) διατύπωσε τα 4 καθήκοντα (tasks) με τα οποία είναι αντιμέτωπο ένα παιδί με πένθος. Αυτά τα καθήκοντα δεν έχουν καθορισμένη σειρά και το παιδί μπορεί να επανέλθει σε προγενέστερα καθήκοντα ανά πάσα στιγμή.
Το πρώτο καθήκον είναι να αναγνωρίσει την πραγματικότητα του θανάτου, διαφορετικά δεν μπορεί να ξεκινήσει η διεργασία του πένθους.
Το δεύτερο καθήκον είναι να επεξεργαστεί τα συναισθήματα που απορρέουν από την απώλεια.
Το τρίτο καθήκον αναφέρεται στην προσαρμογή του παιδιού σε ένα περιβάλλον από το οποίο λείπει ένα σημαντικό άτομο.
Το τέταρτο καθήκον αναφέρεται στη δημιουργία μιας νέας ψυχικής και εσωτερικευμένης σχέσης με το άτομο που πέθανε ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του.
{Τάνια Αναγνωστοπούλου- Σοφία Χατζηνικολάου (2015) Το Πένθος στα Παιδιά}
2.Με ποιον τρόπο μπορώ να βοηθήσω το παιδί μου να διατηρήσει την ανάμνηση του γονιού του που πέθανε;
Είναι πολύ σημαντικό για το παιδί να διατηρήσει την ανάμνηση του γονιού. Στην έρευνα του Harvard για το πένθος των παιδιών (Nickman et al., 1998), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γονείς που ήταν βοηθητικοί σε αυτόν τον τομέα:
Συζητούσαν με το παιδί για τον γονιό που πέθανε.
Έδιναν την ευκαιρία στα παιδιά να συμμετέχουν στα μνημόσυνα και τις επισκέψεις στο νεκροταφείο.
Έδιναν στα παιδιά αντικείμενα, φωτογραφίες, κοσμήματα, ρούχα που ανήκουν στον εκλιπόντα γονέα.
Παρατηρούσαν αν τα παιδιά εκφράζουν τα συναισθήματά τους και αν αναφέρονται στον εκλιπόντα γονέα. Για παράδειγμα, ένας πατέρας κατάλαβε πως η σιωπή του 11χρονου γιου του για τη μητέρα του οφείλονταν στην προσπάθεια του μικρού να προστατέψει τον πατέρα του από τη θλίψη.
Βοηθούσαν τα παιδιά να βρουν τις λέξεις να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Για παράδειγμα, μια μητέρα εξήγησε στα παιδιά για τα συναισθήματα που νιώθουν όσοι έχουν χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο και μετά τα ρώτησε αν και εκείνα νιώθουν το ίδιο.
Έδειχναν στο παιδί τον σεβασμό τους τόσο προς τον γονιό που πέθανε όσο και προς τη σχέση του παιδιού με αυτόν.
Ωστόσο, μια δύσκολη σχέση ανάμεσα στους γονείς, έχει αρνητική επίδραση στο πένθος στα παιδιά. Αν τα παιδιά διαπιστώσουν ότι ο επιζών γονιός θέλει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να αναφέρεται στον εκλιπόντα γονέα, μένουν χωρίς στήριγμα στην προσπάθειά τους να τον μνημονεύουν. Ορισμένες φορές, βοηθάει να μιλάνε τα αδέρφια μεταξύ τους για τον γονιό που πέθανε ή να βρουν άλλα άτομα που τον γνώριζαν για να τον μνημονεύουν (Nickman et al., 1998).
{Τάνια Αναγνωστοπούλου- Σοφία Χατζηνικολάου (2015) Το Πένθος στα Παιδιά}
Τι λέμε στα παιδιά στην περίπτωση που ο θάνατος είναι βίαιος;
Στην περίπτωση βίαιου θανάτου, το παιδί αποτυπώνει τρομακτικές εικόνες στο μυαλό του και συχνά υποφέρει από εφιάλτες το βράδυ, βιώνει δηλαδή μια μετατραυματική διαταραχή. Ακόμη και το να ακούσει για έναν βίαιο θάνατο, χωρίς να έχει εκτεθεί στη σκηνή, αφήνει στο παιδί δυσάρεστες εικόνες. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι σημαντικό να ενθαρρύνουμε το παιδί να μιλήσει για αυτά που είδε και άκουσε και να αναφέρει με λεπτομέρειες τις εντυπώσεις που του άφησε το τραυματικό γεγονός (Pynoos et al., 1987).
Τα παιδιά θέτουν δύσκολες ερωτήσεις. Μία από αυτές είναι «Υπέφερε;». Συχνά, επίσης, ρωτάνε «Τρόμαξε;». Σε αυτά τα ερωτήματα μπορούμε να απαντήσουμε: «Εάν πόνεσε, ήταν μόνο για λίγο και μετά όλα ηρέμησαν και δεν φοβόταν καθόλου», όπως επίσης και «Δεν
είμαι σίγουρος/η, αλλά ξέρω πως όσο και αν τρόμαξε, δεν κράτησε πολύ και γνώριζε ότι εμείς τον/την αγαπάμε πολύ» (J. Johnson, 1999, σελ. 40).
{Τάνια Αναγνωστοπούλου- Σοφία Χατζηνικολάου (2015) Το Πένθος στα Παιδιά}
Συνεχίζονται οι εγγραφές για το καινοτόμο και ολοκληρωμένο διετές πρόγραμμα του Ινστιτούτου Ψυχολογίας και Υγείας με τίτλο Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ, το οποίο προσφέρει τις απαραίτητες γνώσεις και τη βιωματική κατάρτιση για να γίνει κάποιος αποτελεσματικός θεραπευτής.
Δεκτοί γίνονται τελειόφοιτοι φοιτητές και απόφοιτοι Τμημάτων Ψυχολογίας, καθώς και επαγγελματίες θεραπευτές. Λόγω της έμφασης στην πρακτική εμπειρία,το πρόγραμμα λειτουργεί συμπληρωματικά και μπορεί να ενδυναμώσει θεραπευτές όλων των προσεγγίσεων.
Με απλά λόγια η ατομική ψυχοθεραπεία αφορά την αναζήτηση βοήθειας από ένα εξειδικευμένο άτομο για την κατανόηση και επίλυση ενός προβλήματος ζωής που μας απασχολεί ή κάποιου συμπτώματος που μας δυσκολεύει. Ενδεικτικά συμπτώματα είναι:
Το υπερβολικό άγχος.
Οι φοβίες.
Οι καταναγκασμοί.
Η κατάθλιψη.
Οι εθισμοί.
Τα προβλήματα πρόσληψης τροφής (ανορεξία ή βουλιμία).
Συνήθη προβλήματα ζωής αφορούν τις σχέσεις μας με τους άλλους, τη σχέση με τον εαυτό μας, θέματα υγείας, σημαντικές αλλαγές ή αποφάσεις που πρέπει να πάρουμε στη ζωή μας κλπ.
Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε πως δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε στην ερώτηση «τι είναι η Ψυχοθεραπεία». Μόνο η ετυμολογία της ως « θεραπεία της ψυχής» ανοίγει μεγάλη συζήτηση!
Διαβάστε περισσότερα για το τι είναι η Ψυχοθεραπεία στο ομώνυμο άρθρο μας, εδώ!
2. Ποια η διαφορά της ψυχοθεραπείας από τη ψυχανάλυση και την συμβουλευτική?
Για να κατανοήσουμε τις διαφορές μεταξύ της ψυχοθεραπείας, της ψυχανάλυσης και της συμβουλευτικής είναι σημαντικό να κατανοήσουμε που αποσκοπούν. Ιστορικά, η ψυχανάλυση είναι αυτή που άνοιξε τον δρόμο για την ψυχολογική θεραπεία των ψυχικών συμπτωμάτων. Ως αυτούσια διαδικασία, ασκείται από ειδικά εκπαιδευμένους και διαπιστευμένους ψυχαναλυτές είτε σε ντιβάνι είτε πρόσωπο με πρόσωπο. Η διαδικασία αυτή συνήθως επαναλαμβάνεται 2-4 φορές την εβδομάδα. Ο στόχος της ψυχανάλυσης είναι να βοηθήσει το άτομο να ανακαλύψει και να επεξεργαστεί τις ασυνείδητες συγκρούσεις και τα τραύματά του. Με σκοπό να καταφέρει να βιώσει μεγαλύτερη ψυχική ελευθερία και δημιουργικότητα στη ζωή του.
Η ψυχοθεραπεία δεν έχει απαραίτητα ως στόχο την ανακάλυψη του ασυνείδητου. Πολλές θεωρητικές προσεγγίσεις δεν δέχονται καν την ύπαρξη του ασυνείδητου, παρόλο που οι σύγχρονες νευροεπιστήμες έχουν τεκμηριώσει την ύπαρξή του. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές σχολές ψυχοθεραπείας. Η κάθε προσέγγιση χαρακτηρίζεται από διαφορετικές απόψεις για την ανθρώπινη φύση, την αιτιολογία των συμπτωμάτων και τον ενδεδειγμένο τρόπο παρέμβασης. ( βλ. Ερώτημα 4 ). Όσο αφορά την συμβουλευτική, αυτή είναι συνήθως μια παρέμβαση σύντομης διάρκειας με κύριο στόχο την επίλυση ενός προβλήματος και τη βελτίωση της λειτουργικότητας του ατόμου στη ζωή του.
3. Ποια είναι η διαφορά ψυχολόγου και ψυχίατρου?
Η ψυχολογία ανήκει στις κοινωνικές επιστήμες. Κατά τη διάρκεια των 4ετών σπουδών της για την απόκτηση του πτυχίου, μια ψυχολόγος μαθαίνει τις θεωρίες και τις έρευνες σε πολλούς τομείς της ψυχολογίας. Επιπλέον, μαθαίνει και βασικά στοιχεία έρευνας και μεθοδολογίας. Η ειδίκευσή της στην κλινική ή τη συμβουλευτική ψυχολογία γίνεται κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της. Αυτό συμβαίνει είτε στο πανεπιστήμιο είτε σε εξειδικευμένα κέντρα οπως το Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας, στα οποία εκπαιδεύεται στην ψυχοθεραπεία και ενδεχομένως και τη χορήγηση ψυχομετρικών εργαλείων. Μπορείς να μάθεις περισσότερα για την εκπαίδευση του ΙΨΥ πάνω στην ψυχοθεραπεία στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών του κάνοντας κλικ εδώ!
Η ψυχιατρική είναι ειδικότητα της ιατρικής. Η ψυχίατρος έχει ολοκληρώσει το εξαετές πρόγραμμα της ιατρικής και έχει ειδικευτεί σε ψυχιατρικές κλινικές και κέντρα ψυχικής υγείας. Η εργασία της περιλαμβάνει τη διάγνωση των ψυχικών διαταραχών και τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, όπου κρίνεται απαραίτητο. Ένας ψυχολόγος δεν μπορεί να χορηγήσει φάρμακα γιατί δεν έχει τις ανάλογες σπουδές και γνώσεις. Με την κατάλληλη εξειδίκευση ένας ψυχολόγος, όπως και ένας ψυχίατρος, μπορούν να παρέχουν ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες.
4. Γιατί υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία?
Στην ψυχοθεραπεία υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Αυτό οφείλεται στις διαφορετικές θεωρήσεις όσον αφορά την α και τις επεξηγηματικές θεωρίες για τους λόγους που δημιουργούνται τα συμπτώματα. Γενικά στην ψυχοθεραπεία προσπαθούμε να εντάξουμε το πρόβλημα που μας φέρνει το άτομο σε ένα γενικότερο πλαίσιο.
Μπορούμε να δούμε ένα σύμπτωμα με πολλούς τρόπους:
Με βάση την ιστορία του (πότε ξεκίνησε, ποιος είναι ο ρόλος των παιδικών βιωμάτων, το αποτύπωμα που έχει αφήσει στον ψυχισμό του μια τραυματική εμπειρία του παρελθόντος).
Μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας (με ποιον τρόπο λειτουργεί η οικογένειά του, ποιον ρόλο και ποια λειτουργία επιτελεί το ίδιο το άτομο, αλλά και το πρόβλημά του, μέσα στο σύστημα).
Μέσα από τις σκέψεις και τον τρόπο που το αντιμετωπίζει το άτομο καθώς και το κατά πόσο το περιβάλλον ενισχύει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Μέσα από την προσωπικότητά του (το κάθε άτομο είναι μια ξεχωριστή οντότητα που έχει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο).
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία δίνουν έμφαση σε ορισμένες από αυτές τις διαστάσεις της ζωής του ατόμου, άλλες επικεντρώνονται περισσότερο στον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά, άλλες σε βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, άλλες στον τρόπο που λειτουργεί το οικογενειακό σύστημα.
Όλες οι θεωρητικές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία έχουν νόημα γιατί αγγίζουν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής και του ψυχισμού μας. Δεν υπάρχει ‘ καλύτερο’ και ‘χειρότερο’ μοντέλο. Αν όμως, μείνουμε μόνο σε ένα μοντέλο, τότε θα μπορούμε ως θεραπευτές να βοηθήσουμε μόνο ορισμένους ανθρώπους, ενώ άλλους όχι. Επιπλέον, ας μη ξεχνάμε ότι το σημαντικότερο εργαλείο της ψυχοθεραπείας είναι η ίδια η θεραπεύτρια, η προσωπικότητά της και η εσωτερική της συγκρότηση.
5. Είναι αποτελεσματική η ψυχοθεραπεία?
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι η ψυχοθεραπεία βοηθάει τους ανθρώπους. O κύριος λόγος είναι η δημιουργία της θεραπευτικής σχέσης που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια, ασφάλεια, εμπιστοσύνη, αποδοχή και ενσυναίσθηση. Μπορείς να διαβάσεις περισσότερα και στην σχετική έρευνα του Bruce E Wampold, 2015 (Department of Counseling Psychology, University of Wisconsin, Madison, WI, USA).
Για τα άτομα τα οποία χρειάζονται παράλληλα και φαρμακευτική αγωγή όπως σε περιπτώσεις άγχους, κατάθλιψη κλπ. Έχει βρεθεί πως ο συνδυασμός φαρμάκων μεψυχοθεραπεία δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα. Μπορείς να διαβάσεις περισσότερα και στην σχετική έρευνα (Μeta-analysis).
Για να είναι όμως αποτελεσματική η ψυχοθεραπεία χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις, αυτές είναι:
Α. Λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο, ένα επαγγελματικό πλαίσιο, όπου τηρούνται ορισμένοι κανόνες.
Β. Επιπλέον, η θεραπευτική σχέση είναι μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Δεν είναι σαν τη σχέση με την οικογένεια, με τους φίλους ή τους δασκάλους μας. Έχει στοιχεία από όλα αυτά, αλλά δεν μοιάζει με κανένα.
Βασίζεται στην εμπιστοσύνη και την ειλικρίνεια. Η θεραπεύτρια χρειάζεται να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ατόμου μέσα από το γνήσιο ενδιαφέρον της, το γεγονός ότι ακούει προσεκτικά και το ότι θυμάται αυτά που άκουσε από την ιστορία του ατόμου. Η θεραπεύτρια δεν είναι φίλη μας, δεν θα βγούμε μαζί της για καφέ, δεν θα την καλέσουμε στη γιορτή μας ούτε εκείνη θα μας μιλήσει για τα δικά της προβλήματα.
Είναι μια ασύμμετρη σχέση, ολόκληρη η ώρα της ψυχοθεραπείας αφιερώνεται στη θεραπευόμενη. Η θεραπεύτρια δεν μοιράζεται τα δικά της προβλήματα με το άλλο μέλος ούτε αναλώνεται σε λεπτομέρειες για τη ζωή της.
6. Ποιος είναι ο ρόλος του θεραπευτή στην ψυχοθεραπεία?
Όπως ήδη αναφέραμε, η θεραπευτική σχέση στην ψυχοθεραπεία είναι στην ουσία μια ασύμμετρη σχέση. Ο θεραπευτής ακούει και συνομιλεί με το άτομο με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Αφουγκράζεται πολύ προσεκτικά τον συνομιλητή του.
Επικυρώνει την ψυχική πραγματικότητα του συνομιλητή του.
Βοηθά το άτομο να κατανοήσει για ποιον λόγο του συμβαίνουν όλα αυτά.
νάλογα με τη θεωρητική προσέγγιση ο ρόλος μπορεί να είναι πιο ενεργητικός και κατευθυντικός ή αντίθετα πιο δεκτικός και υποστηρικτικός.
7. Πόσο διαρκεί μια ψυχοθεραπεία?
Η διάρκεια μιας ψυχοθεραπείας καθορίζεται από τους στόχους της. Μπορεί να διαρκέσει 10 συνεδρίες όταν ο στόχος είναι πολύ συγκεκριμένος αλλά μπορεί να επεκταθεί για πολλά χρόνια.
Ένας από τους στόχους μιας μακροχρόνιας θεραπείας είναι να βοηθήσει το άτομο να αναπτύξει τις ψυχικές δεξιότητές του στη ζωή. Αυτές οι δεξιότητες που δεν αναπτύχθηκαν κατά την παιδική ηλικία γιατί δεν βοήθησαν οι τότε επικρατούσες συνθήκες. Τέτοιες ψυχικές δεξιότητες ζωής είναι:
H αυτοφροντίδα.
H αναγνώριση και η ρύθμιση των συναισθημάτων
H ικανότητα να ηρεμούμε τον εαυτό μας.
Αν στην οικογένειά μας υπήρχαν πολλοί καβγάδες και φασαρίες. Aν οι γονείς είχαν πολλά δικά τους προβλήματ. Τότε ενδεχομένως να μην υπήρχε ουσιαστικός χρόνος για τη συναισθηματική φροντίδα των παιδιών και για την ομαλή συναισθηματική τους ανάπτυξη.
Αυτά τα κενά καλείται το άτομο να βελτιώσει μέσα στην ψυχοθεραπεία. Η θεραπεύτρια με κανέναν τρόπο δεν γίνεται το δεκανίκι, ούτε η δεύτερη μητέρα των θεραπευόμενων. Τους βοηθάει να πενθήσουν αυτό που δεν είχαν και να προχωρήσουν με αυτά που ήδη έχουν και αυτά που αναπτύσσουν κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας.
8. Πόσο συχνές είναι οι συνεδρίες στην ψυχοθεραπεία?
Σε μια τυπική ψυχοθεραπεία οι συνεδρίες είναι κάθε εβδομάδα, κατά προτίμηση την ίδια μέρα και ώρα. Η σταθερότητα του πλαισίου και η συνέπεια της θεραπεύτριας είναι σημαντικά στοιχεία της διαδικασίας.
Η διάρκεια της ψυχοθεραπείας είναι συνήθως 50 λεπτά, έτσι ώστε η θεραπεύτρια να έχει λίγο χρόνο στη διάθεσή της να αποφορτιστεί και να προετοιμαστεί για την επόμενη συνεδρία.
Σε περιπτώσεις κρίσης ή σε πιο εντατικές μορφές θεραπείας, οι συνεδρίες μπορούν να είναι πιο συχνές μέσα στην εβδομάδα. Στη συμβουλευτική ή υποστηρικτική θεραπεία, μπορεί ένα άτομο να έχει πιο αραιές συνεδρίες, όπως 1 φορά στις 15 μέρες. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, ο εστιασμός είναι σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και δεν υπάρχει η δυνατότητα για βαθύτερη επεξεργασία των βιωμάτων του ατόμου.
9. Μπορεί η ψυχοθεραπεία να βλάψει το άτομο?
Όταν ένα άτομο σε ψυχοθεραπεία μιλάει για τη ζωή του, ανακινούνται συναισθήματα και αναμνήσεις, ορισμένα από τα οποία είναι επώδυνα.
Ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος θεραπευτής γνωρίζει πώς να βοηθήσει το άτομο να επεξεργαστεί αυτές τις δύσκολες εμπειρίες χωρίς να κατακλυστεί από δυσάρεστα συναισθήματα. Ωστόσο, μια πρόωρη και εκρηκτική ανάδυση δύσκολων συναισθημάτων χωρίς την κατάλληλη πλαισίωση μπορεί να είναι μια τραυματική εμπειρία για τη θεραπευόμενη. Επιπλέον, μια ακόμη πηγή προβλημάτων είναι όταν η θεραπεύτρια είτε δεν αφουγκράζεται τις ανάγκες της θεραπευόμενης και μένει προσκολλημένη ‘στο μοντέλο’ της είτε χρησιμοποιεί τη θεραπευόμενη για να νιώσει καλά η ίδια, όπως ότι είναι σημαντική, ότι γνωρίζει πολλά, ότι έχει τη δύναμη να θεραπεύει τους άλλους.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι οι διπλές σχέσεις, οι οποίες δεν βοηθάνε καθόλου την ψυχοθεραπεία. Μια θεραπευόμενη, η οποία παράλληλα παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά της θεραπεύτριας, μπερδεύεται στους διπλούς ρόλους που έχει να επιτελέσει. Επιπλέον, μια θεραπεύτρια που μιλάει για τα δικά της προβλήματα ή υποκινείται από τα δικά της ανεπίλυτα τραύματα επίσης βλάπτει τη θεραπευτική διαδικασία. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως μια σεξουαλική σχέση ανάμεσα στα δύο μέλη μπορεί να προκαλέσει μεγάλη βλάβη στους θεραπευόμενους.
Επομένως, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά μια ψυχοθεραπεία χρειάζεται και τα δύο μέλη να είναι αφοσιωμένα αποκλειστικά στους στόχους και τον ρόλο που ορίζει το θεραπευτικό πλαίσιο.
10. Ποια είναι τα προσόντα μιας καλής ψυχοθεραπεύτριας?
Τα τυπικά προσόντα για ένα άτομο που ασκεί ψυχοθεραπεία είναι να έχει μια επαρκή εκπαίδευση στην ψυχοθεραπεία και την άδεια άσκησης του επαγγέλματός του.
Από κει και πέρα η επιμόρφωση είναι συνεχής και η δια βίου μάθηση απαραίτητη. Επιπλέον, είναι χρήσιμο να έχουμε και ένα τρίτο άτομο ή μια ομάδα συναδέλφων να εποπτεύουν τα περιστατικά μας, τηρώντας βέβαια αυστηρά την ανωνυμία του περιστατικού. Η δυσκολία της δουλειάς μας έγκειται στην υποκειμενικότητά της και τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί. Για αυτό το λόγο χρειάζεται να έχουμε ένα τρίτο μάτι που θα μας βοηθάει να βλέπουμε την κατάσταση πιο καθαρά.
Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς είναι σημαντικό να καταγράψουμε τις αντιδράσεις μας, τις δυσκολίες μας, αλλά και την ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε στις πρωτόγνωρες συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουμε τις τελευταίες εβδομάδες.
Σας προσκαλούμε να συμμετέχετε σε μια διαδικτυακή έρευνα με τίτλο:
ΟΙ ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η έρευνα διεξάγεται από το Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας, μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, και αφορά τις επιπτώσεις του κορωνοϊού και των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας στην ελληνική κοινωνία, η οποία δοκιμάζεται για δεύτερη φορά μέσα σε 10 χρόνια από μια μεγάλη κρίση.
Πατώντας εδώ εμφανίζονται ερωτήσεις τις οποίες καλείστε να απαντήσετε ανώνυμα.
Μπορείτε επίσης να βρείτε τη σχετική ανάρτηση στο Facebook στη σελίδα του Ινστιτούτου Ψυχολογίας και Υγείας.
Η συμμετοχή σας σε αυτήν την έρευνα είναι πολύτιμη και θα βοηθήσει όλους μας να κατανοήσουμε το αποτύπωμα που θα αφήσει η σημερινή κρίση, καθώς και να βρούμε τρόπους να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά τις δυσκολίες.
Είναι σημαντικό να έχουμε απαντήσεις από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, οπότε μοιραστείτε αυτήν την πληροφορία και με άλλους!
Μέχρι πρότινος, το πένθος το κρύβαμε, το αρνιόμασταν και το αποφεύγαμε. Πιστεύαμε πως αν μιλήσουμε γι’ αυτό, εκείνο παίρνει δύναμη, βγάζει κι άλλα κεφάλια και το σπαθί που έχουμε στη φαρέτρα μας πως δεν αρκεί.
Δεν ήταν μόνο ο πόνος του βαθύς, ήταν και μια παράδοξη ντροπή που το συνόδευε. Λες και ήμασταν οι μοναδικοί με το αντίστοιχο βίωμα. Λες και αυτή η μοναξιά στο βίωμα μας έκανε αλλόκοτους, καταραμένους. Λες και δεν συμβαίνει εκ των πραγμάτων στις ζωές όλων μας. Το πένθος, όλων των ειδών των απωλειών, επικοινωνούνταν πίσω από κλειστές πόρτες. Πόρτες οικιών ανθρώπων και θεραπευτών που ερμητικά κρατούσαν τα επτασφράγιστα μυστικά του πόνου που ξεπρόβαλε. Κλείνοντας την πόρτα, έπρεπε όλα αυτά να μείνουν εκεί, έπρεπε να φαινόμαστε ατρόμητοι πίσω από τις μακιγιαρισμένες μάσκες μας. Να ξορκίσουμε το κακό επειδή δεν μιλάμε γι’ αυτό.
Και τώρα ξάφνου το πένθος είναι παντού. Αδύνατον να κλειδαμπαρωθούν οι πόρτες, ανέφικτο να συγκρατηθούν τα δακρυσμένα μάτια και τα στόματα που μιλούν για τον πόνο της απώλειας, οποιαδήποτε απώλειας. Προφανώς και δεν μας αρέσει η νέα συνθήκη. Προφανώς και αναπολούμε την ελπίδα, συμβιβαζόμενοι ακόμα και με αυτή της μακιγιαρισμένης μάσκας. Προφανώς και είναι αδύνατο το βίωμα των συνεχών απωλειών και της επαφής με την πραγματικότητα. Αλλά να γυρίσουμε πού; Στη μοναξιά των κλειδαμπαρωμένων πορτών; Στην οδυνηρή πραγματικότητα χωρίς το μοίρασμα του βιώματος; Η απόλαυση θα έρθει, είναι άλλωστε μέρος της ροής. Αλλά πώς θα βιωθεί με ανοιχτές πληγές και με διαμελισμένα άκρα που η μοναξιά και η άρνηση θα τους έχουν προκαλέσει σηψαιμία;
Η ιστορία των ανθρώπων λέει πως το τραύμα προκαλείται κυρίως από την αδυναμία διαχείρισης του τραυματικού γεγονότος. Εκ των πραγμάτων η απώλεια είναι μια πληγή. Αλλά η πληγή που δεν φροντίζεται, που αιμορραγεί και που μένει ανοιχτή είναι κι αυτή που προκαλεί τις επιπλοκές. Το μοίρασμα του βιώματος και η έκφραση των συναισθημάτων παρέχουν οξυγόνο και γιατρειά.
Είναι σαν καθαρό νερό επάνω στην πληγή, η παρουσία του άλλου που γνωρίζει πώς είναι το βίωμα που ακούει. Μας μίλησε άλλωστε, πριν από λίγο, κι αυτός για τον δικό του πόνο. Και κάπως έτσι γινόμαστε πολλοί έξω από τις κλειδαμπάρωνες πόρτες. Και κάπως έτσι το πένθος που μιλιέται, ίσως και να νικιέται.